- ἐφεσσάμενος
- ἐφίζωset uponaor part mid masc nom sgἐπιέννυμιput on besidesaor part mid masc nom sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εφίζω — ἐφίζω και δωρ. τ. ἐφίσδω (Α) 1. βάζω κάποιον να καθίσει («γούνασιν οἶσιν ἐφεσσάμενος» αφού μέ κάθισε στα γόνατα, Ομ. Οδ.) 2. αποκαθιστώ, επανατάσσω εξάρθρωση 3. (αμτβ.) κάθομαι 4. κάθομαι πάνω σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἵζω «καθίζω»] … Dictionary of Greek